- ζωηφόρος
- -ο (AM ζωηφόρος, -ον)αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριοςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόροςεσφ. τ. αντί ζωφόρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, καρπο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωηφόρος — life bringing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρος — α, ο που φέρνει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος (αντίθ. θανατηφόρος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηφόρον — ζωηφόρος life bringing masc/fem acc sg ζωηφόρος life bringing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρα — ζωηφόρος life bringing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρε — ζωηφόρος life bringing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόροις — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρου — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρους — ζωηφόρος life bringing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρων — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρῳ — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)